μυοκάρδιο
Greek
editNoun
editμυοκάρδιο • (myokárdio) n (uncountable)
Declension
editDeclension of μυοκάρδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μυοκάρδιο • | μυοκάρδια • |
genitive | μυοκαρδίου •, μυοκάρδιου • | μυοκαρδίων • |
accusative | μυοκάρδιο • | μυοκάρδια • |
vocative | μυοκάρδιο • | μυοκάρδια • |
Derived terms
edit- έμφραγμα του μυοκαρδίου n (émfragma tou myokardíou, “myocardial infarction”)
Further reading
edit- μυοκάρδιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el