νεοπλαστία
Greek
editNoun
editνεοπλαστία • (neoplastía) f (plural νεοπλαστίες)
- Alternative form of νεοπλασία (neoplasía)
Declension
editDeclension of νεοπλαστία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νεοπλαστία • | νεοπλαστίες • |
genitive | νεοπλαστίας • | νεοπλαστιών • |
accusative | νεοπλαστία • | νεοπλαστίες • |
vocative | νεοπλαστία • | νεοπλαστίες • |