νομπελίστας
Greek
editNoun
editνομπελίστας • (nompelístas) m (plural νομπελίστες, feminine νομπελίστρια)
- Nobel Prize awardee, Nobel Prize winner
Declension
editDeclension of νομπελίστας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νομπελίστας • | νομπελίστες • |
genitive | νομπελίστα • | νομπελιστών • |
accusative | νομπελίστα • | νομπελίστες • |
vocative | νομπελίστα • | νομπελίστες • |
Synonyms
edit- βραβευμένος με το Νόμπελ
Related terms
edit- Νόμπελ n (Nómpel, “Nobel”)
Further reading
edit- νομπελίστας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el