ξομολογητής
Greek
editNoun
editξομολογητής • (xomologitís) m (plural ξομολογητές)
- (colloquial) Alternative form of εξομολογητής (exomologitís)
Declension
editDeclension of ξομολογητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξομολογητής • | ξομολογητές • |
genitive | ξομολογητή • | ξομολογητών • |
accusative | ξομολογητή • | ξομολογητές • |
vocative | ξομολογητή • | ξομολογητές • |