ομαδοποιημένος
Greek
editPronunciation
editParticiple
editομαδοποιημένος • (omadopoiiménos) m (feminine ομαδοποιημένη, neuter ομαδοποιημένο)
- passive perfect participle of ομαδοποιώ (omadopoió): grouped
Declension
editDeclension of ομαδοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ομαδοποιημένος • | ομαδοποιημένη • | ομαδοποιημένο • | ομαδοποιημένοι • | ομαδοποιημένες • | ομαδοποιημένα • |
genitive | ομαδοποιημένου • | ομαδοποιημένης • | ομαδοποιημένου • | ομαδοποιημένων • | ομαδοποιημένων • | ομαδοποιημένων • |
accusative | ομαδοποιημένο • | ομαδοποιημένη • | ομαδοποιημένο • | ομαδοποιημένους • | ομαδοποιημένες • | ομαδοποιημένα • |
vocative | ομαδοποιημένε • | ομαδοποιημένη • | ομαδοποιημένο • | ομαδοποιημένοι • | ομαδοποιημένες • | ομαδοποιημένα • |