οξεικό οξύ
Greek
editNoun
editοξεικό οξύ • (oxeikó oxý) n (uncountable)
Synonyms
edit- αιθανοϊκό οξύ n (aithanoïkó oxý)
- αιθανικό οξύ n (aithanikó oxý)
- οξικό οξύ n (oxikó oxý)
Further reading
edit- Αιθανικό οξύ on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
οξεικό οξύ • (oxeikó oxý) n (uncountable)