οπτός
Greek
editAdjective
editοπτός • (optós) m (feminine οπτή, neuter οπτό)
Declension
editDeclension of οπτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οπτός • | οπτή • | οπτό • | οπτοί • | οπτές • | οπτά • |
genitive | οπτού • | οπτής • | οπτού • | οπτών • | οπτών • | οπτών • |
accusative | οπτό • | οπτή • | οπτό • | οπτούς • | οπτές • | οπτά • |
vocative | οπτέ • | οπτή • | οπτό • | οπτοί • | οπτές • | οπτά • |