ορμητικότητα
Greek
editPronunciation
editNoun
editορμητικότητα • (ormitikótita) f (plural ορμητικότητες)
Declension
editDeclension of ορμητικότητα
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ορμητικότητα • | ορμητικότητες • | |
genitive | ορμητικότητας • | ορμητικοτήτων • | |
accusative | ορμητικότητα • | ορμητικότητες • | |
vocative | ορμητικότητα • | ορμητικότητες • | |
* Usually in the singular. |