ουνοκουάντιο
Greek
editNoun
editουνοκουάντιο • (ounokouántio) n (uncountable)
Declension
edit ουνοκουάντιο
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ουνοκουάντιο • |
genitive | ουνοκουάντιου • |
accusative | ουνοκουάντιο • |
vocative | ουνοκουάντιο • |
Synonyms
edit- φλερόβιο n (fleróvio, “flerovium”)
Further reading
edit- ουνοκουάντιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el