ουσιαστικοποίηση
Greek
editEtymology
editFrom ουσιαστικό (ousiastikó, “substantive”) + ποίηση (poíisi).
Pronunciation
editNoun
editουσιαστικοποίηση • (ousiastikopoíisi) f (plural ουσιαστικοποιήσεις)
Declension
editDeclension of ουσιαστικοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ουσιαστικοποίηση • | ουσιαστικοποιήσεις • | |
genitive | ουσιαστικοποίησης • | ουσιαστικοποιήσεων • | |
accusative | ουσιαστικοποίηση • | ουσιαστικοποιήσεις • | |
vocative | ουσιαστικοποίηση • | ουσιαστικοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ουσιαστικοποιήσεως • |
Further reading
edit- “ουσιαστικοποίηση”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998