παντογνώστης
Greek
editNoun
editπαντογνώστης • (pantognóstis) m (plural παντογνώστες, feminine παντογνώστρια)
- a person who is all-knowing, omniscient
Declension
editDeclension of παντογνώστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παντογνώστης • | παντογνώστες • |
genitive | παντογνώστη • | παντογνωστών • |
accusative | παντογνώστη • | παντογνώστες • |
vocative | παντογνώστη • | παντογνώστες • |
See also
edit- πάνσοφος (pánsofos, “omniscient”)