παράγοντας
Greek
editNoun
editπαράγοντας • (parágontas) m (plural παράγοντες)
- factor (that which contributes to a result)
- Ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει σπουδαίο ρόλο στην προετοιμασία των αθλητών.
- O psychologikós parágontas paízei spoudaío rólo stin proetoimasía ton athlitón.
- The psychological factor plays an important part in the preparation of athletes.
Declension
editDeclension of παράγοντας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράγοντας • | παράγοντες • |
genitive | παράγοντα • | παραγόντων • |
accusative | παράγοντα • | παράγοντες • |
vocative | παράγοντα • | παράγοντες • |