παράταιρος
Greek
editAdjective
editπαράταιρος • (parátairos) m (feminine παράταιρη, neuter παράταιρο)
Declension
editDeclension of παράταιρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παράταιρος • | παράταιρη • | παράταιρο • | παράταιροι • | παράταιρες • | παράταιρα • |
genitive | παράταιρου • | παράταιρης • | παράταιρου • | παράταιρων • | παράταιρων • | παράταιρων • |
accusative | παράταιρο • | παράταιρη • | παράταιρο • | παράταιρους • | παράταιρες • | παράταιρα • |
vocative | παράταιρε • | παράταιρη • | παράταιρο • | παράταιροι • | παράταιρες • | παράταιρα • |