ταιριάζω
Greek
editEtymology
editInherited from Byzantine Greek ταιριάζω (tairiázō) from ταίρ(ι) (taír(i), “pair”) + -ιάζω.[1] Related to the ancient ἑταῖρος (hetaîros, “companion”).
Pronunciation
editVerb
editταιριάζω • (tairiázo) (past ταίριαξα, passive —, ppp ταιριασμένος / ταιριαγμένος) [2]
- (transitive, intransitive) to match, go with, correspond with
Conjugation
editταιριάζω (active forms only plus passive perfect participle)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | ταιριάζω | ταιριάξω, ταιριάσω | ||
2 sg | ταιριάζεις | ταιριάξεις, ταιριάσεις | ||
3 sg | ταιριάζει1 | ταιριάξει, ταιριάσει | ||
1 pl | ταιριάζουμε, [‑ομε] | ταιριάξουμε, [‑ομε], ταιριάσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | ταιριάζετε | ταιριάξετε, ταιριάσετε | ||
3 pl | ταιριάζουν(ε) | ταιριάξουν(ε), ταιριάσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | ταίριαζα | ταίριαξα, ταίριασα | ||
2 sg | ταίριαζες | ταίριαξες, ταίριασες | ||
3 sg | ταίριαζε | ταίριαξε, ταίριασε | ||
1 pl | ταιριάζαμε | ταιριάξαμε, ταιριάσαμε | ||
2 pl | ταιριάζατε | ταιριάξατε, ταιριάσατε | ||
3 pl | ταίριαζαν, ταιριάζαν(ε) | ταίριαξαν, ταιριάξαν(ε), ταίριασαν | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα ταιριάζω ➤ | θα ταιριάξω / ταιριάσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ταιριάζεις, … | θα ταιριάξεις / ταιριάσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ταιριάξει / ταιριάσει έχω, έχεις, … ταιριαγμένο, ‑η, ‑ο / ταιριασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
είμαι, είσαι, … ταιριαγμένος, ‑η, ‑ο / ταιριασμένος, ‑η, ‑ο ➤ (also passive voice) | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ταιριάξει / ταιριάσει είχα, είχες, … ταιριαγμένο, ‑η, ‑ο / ταιριασμένο, ‑η, ‑ο |
ήμουν, ήσουν, … ταιριαγμένος, ‑η, ‑ο / ταιριασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ταιριάξει / ταιριάσει θα έχω, θα έχεις, … ταιριαγμένο, ‑η, ‑ο / ταιριασμένο, ‑η, ‑ο |
θα είμαι, θα είσαι, … ταιριαγμένος, ‑η, ‑ο / ταιριασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | ταίριαζε | ταίριαξε, ταίριαχ' 2 | ||
2 pl | ταιριάζετε | ταιριάξτε, ταιριάχτε3 | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | ταιριάζοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας ταιριάξει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | ταιριαγμένος, ‑η, ‑ο / ταιριασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | |||
Nonfinite form ➤ | ταιριάξει, ταιριάσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Also impersonal verb: "it matches" 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ταίριαχ' τον ("match him!") 3. Colloquial. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
edit- ασυνταίριαστος (asyntaíriastos, “not well-matched”)
- αταίριαστος (ataíriastos, “not well-matched, not appropriate”)
- συνταιριάζω (syntairiázo, “match, combine”)
- συνταίριασμα n (syntaíriasma)
- ταίριασμα n (taíriasma, “matching”)
- ταιριασμένος (tairiasménos, “well-matched”), ταιριαγμένος (tairiagménos)
- and see: ταίρι n (taíri)
References
edit- ^ ταιριάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ Passive present ταιριάζομαι and passive past ταιριάχτηκα are mentioned but are extremely rare even colloquially. Third person ταιριάζεται is mostly a misspelling of ταιριάζετε (tairiázete, “you match”, plural) (2019, google)