περιστασιακός
Greek
editAdjective
editπεριστασιακός • (peristasiakós) m (feminine περιστασιακή, neuter περιστασιακό)
Declension
editDeclension of περιστασιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιστασιακός • | περιστασιακή • | περιστασιακό • | περιστασιακοί • | περιστασιακές • | περιστασιακά • |
genitive | περιστασιακού • | περιστασιακής • | περιστασιακού • | περιστασιακών • | περιστασιακών • | περιστασιακών • |
accusative | περιστασιακό • | περιστασιακή • | περιστασιακό • | περιστασιακούς • | περιστασιακές • | περιστασιακά • |
vocative | περιστασιακέ • | περιστασιακή • | περιστασιακό • | περιστασιακοί • | περιστασιακές • | περιστασιακά • |
Related terms
edit- περιστασιακά (peristasiaká, “occasionally”)
- περιστασιακώς (peristasiakós, “occasionally”)