πιστοποιητικό
Greek
editNoun
editπιστοποιητικό • (pistopoiitikó) n (plural πιστοποιητικά)
Declension
editDeclension of πιστοποιητικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |
genitive | πιστοποιητικού • | πιστοποιητικών • |
accusative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |
vocative | πιστοποιητικό • | πιστοποιητικά • |