ποδοσφαιρίστρια
Greek
editEtymology
editποδόσφαιρο (podósfairo, “football”) + -ίστρια (-ístria, “-ist, -er”), calque of English footballer.
Pronunciation
editNoun
editποδοσφαιρίστρια • (podosfairístria) f (plural ποδοσφαιρίστριες, masculine ποδοσφαιριστής)
- footballer, football player, soccer player (one who plays soccer)
Declension
editDeclension of ποδοσφαιρίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποδοσφαιρίστρια • | ποδοσφαιρίστριες • |
genitive | ποδοσφαιρίστριας • | ποδοσφαιριστριών • |
accusative | ποδοσφαιρίστρια • | ποδοσφαιρίστριες • |
vocative | ποδοσφαιρίστρια • | ποδοσφαιρίστριες • |