ποταμακιού

Greek edit

Noun edit

ποταμακιού (potamakioún

  1. Genitive singular form of ποταμάκι (potamáki).
    • Μάλιστα του 'χε κολλήσει κι επίθετο τ' όνομα ενός ποταμακιού που περνούσε έξω απ' το χωριό του.