προαστιακός
Greek edit
Pronunciation edit
Adjective edit
προαστιακός • (proastiakós) m (feminine προαστιακή, neuter προαστιακό)
Declension edit
Declension of προαστιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προαστιακός • | προαστιακή • | προαστιακό • | προαστιακοί • | προαστιακές • | προαστιακά • |
genitive | προαστιακού • | προαστιακής • | προαστιακού • | προαστιακών • | προαστιακών • | προαστιακών • |
accusative | προαστιακό • | προαστιακή • | προαστιακό • | προαστιακούς • | προαστιακές • | προαστιακά • |
vocative | προαστιακέ • | προαστιακή • | προαστιακό • | προαστιακοί • | προαστιακές • | προαστιακά • |
Related terms edit
- προάστιο n (proástio, “suburb”)