πρωτοετής
Greek edit
Etymology edit
πρωτο- (proto-) + -ετής (-etís).
Adjective edit
πρωτοετής • (protoetís) m
Declension edit
Declension of πρωτοετής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρωτοετής • | πρωτοετής • | πρωτοετές • | πρωτοετείς • | πρωτοετείς • | πρωτοετή • |
genitive | πρωτοετούς • | πρωτοετούς • | πρωτοετούς • | πρωτοετών • | πρωτοετών • | πρωτοετών • |
accusative | πρωτοετή • | πρωτοετή • | πρωτοετές • | πρωτοετείς • | πρωτοετείς • | πρωτοετή • |
vocative | πρωτοετή • / πρωτοετής • | πρωτοετής • | πρωτοετές • | πρωτοετείς • | πρωτοετείς • | πρωτοετή • |
See also edit
- μονοετής (monoetís)