πρωτοφανής
Greek
editAdjective
editπρωτοφανής • (protofanís) m (feminine πρωτοφανής, neuter πρωτοφανές)
- very unusual, unprecedented
Declension
editDeclension of πρωτοφανής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρωτοφανής • | πρωτοφανής • | πρωτοφανές • | πρωτοφανείς • | πρωτοφανείς • | πρωτοφανή • |
genitive | πρωτοφανούς • / πρωτοφανή • | πρωτοφανούς • | πρωτοφανούς • | πρωτοφανών • | πρωτοφανών • | πρωτοφανών • |
accusative | πρωτοφανή • | πρωτοφανή • | πρωτοφανές • | πρωτοφανείς • | πρωτοφανείς • | πρωτοφανή • |
vocative | πρωτοφανή • / πρωτοφανής • | πρωτοφανής • | πρωτοφανές • | πρωτοφανείς • | πρωτοφανείς • | πρωτοφανή • |
References
edit- πρωτοφανής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language