σελιδοδείκτης
Greek edit
Etymology edit
σελίδα (selída, “page”) + δείκτης (deíktis, “pointer”)
Noun edit
σελιδοδείκτης • (selidodeíktis) m (plural σελιδοδείκτες)
Declension edit
declension of σελιδοδείκτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | σελιδοδείκτης • | σελιδοδείκτες • |
genitive | σελιδοδείκτη • | σελιδοδεικτών • |
accusative | σελιδοδείκτη • | σελιδοδείκτες • |
vocative | σελιδοδείκτη • | σελιδοδείκτες • |
Further reading edit
- σελιδοδείκτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el