σπανιότητα
Greek
editNoun
editσπανιότητα • (spaniótita) f (plural σπανιότητα)
- rarity, rareness (quality)
- rarity
- Eίναι σπανιότητα στα μικρότερα νησιά. ― Eínai spaniótita sta mikrótera nisiá. ― They are a rarity on the smaller islands.
Declension
editDeclension of σπανιότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπανιότητα • | σπανιότητες • |
genitive | σπανιότητας • | σπανιοτήτων • |
accusative | σπανιότητα • | σπανιότητες • |
vocative | σπανιότητα • | σπανιότητες • |