συγκρουόμενο αυτοκινητάκι
Greek
editPronunciation
editNoun
editσυγκρουόμενο αυτοκινητάκι • (sygkrouómeno aftokinitáki) n (plural συγκρουόμενα αυτοκινητάκια)
- full utterance of το συγκρουόμενο (to sygkrouómeno)
Usage notes
editUsually in plural: τα συγκρουόμενα (ta sygkrouómena) bumper cars, dodgems. (literally): little cars
Declension
editDeclension of συγκρουόμενο αυτοκινητάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκρουόμενο αυτοκινητάκι • | συγκρουόμενα αυτοκινητάκια • |
genitive | — | — |
accusative | συγκρουόμενο αυτοκινητάκι • | συγκρουόμενα αυτοκινητάκια • |
vocative | συγκρουόμενο αυτοκινητάκι • | συγκρουόμενα αυτοκινητάκια • |