σύναξη
Greek
editNoun
editσύναξη • (sýnaxi) f (plural συνάξεις)
Declension
editDeclension of σύναξη
Synonyms
edit- συνάθροιση f (synáthroisi)
Derived terms
edit- ανθρωποσύναξη f (anthroposýnaxi, “crowd, assembly”)
σύναξη • (sýnaxi) f (plural συνάξεις)