τσιμεντοκονία
Greek
editNoun
editτσιμεντοκονία • (tsimentokonía) n (plural τσιμεντοκονίες)
Declension
editDeclension of τσιμεντοκονία
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | τσιμεντοκονία • | τσιμεντοκονίες • | |
genitive | τσιμεντοκονίας • | τσιμεντοκονιών • | |
accusative | τσιμεντοκονία • | τσιμεντοκονίες • | |
vocative | τσιμεντοκονία • | τσιμεντοκονίες • | |
The form τσιμεντοκονίων • is also found |
Coordinate terms
edit- see: κονίαμα n (koníama, “mortar”)