υδροληψία
Greek
editNoun
editυδροληψία • (ydrolipsía) f (plural υδροληψίες)
Declension
editDeclension of υδροληψία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υδροληψία • | υδροληψίες • |
genitive | υδροληψίας • | υδροληψιών • |
accusative | υδροληψία • | υδροληψίες • |
vocative | υδροληψία • | υδροληψίες • |
Related terms
edit- στόμιο υδροληψίας n (stómio ydrolipsías, “fire hydrant”)