υπογλυκαιμία
Greek
editAlternative forms
edit- υπογλυχαιμία f (ypoglychaimía)
Noun
editυπογλυκαιμία • (ypoglykaimía) f (uncountable)
Declension
edit υπογλυκαιμία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | υπογλυκαιμία • |
genitive | υπογλυκαιμίας • |
accusative | υπογλυκαιμία • |
vocative | υπογλυκαιμία • |
See also
edit- διαβήτης m (diavítis, “diabetes”)
- υπεργλυκαιμία f (yperglykaimía, “hyperglycemia”)
Further reading
edit- υπογλυκαιμία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el