φορτηγίδα
Greek
editNoun
editφορτηγίδα • (fortigída) f (plural φορτηγίδες)
Declension
editDeclension of φορτηγίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φορτηγίδα • | φορτηγίδες • |
genitive | φορτηγίδας • | φορτηγίδων • |
accusative | φορτηγίδα • | φορτηγίδες • |
vocative | φορτηγίδα • | φορτηγίδες • |
Synonyms
edit- μαούνα f (maoúna)
Further reading
edit- φορτηγίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el