φρεσκοστυμμένος
Greek
editEtymology
editφρέσκος (fréskos, “fresh”) + στυμμένος (stymménos, “squeezed”)
Adjective
editφρεσκοστυμμένος • (freskostymménos) m (feminine φρεσκοστυμμένη, neuter φρεσκοστυμμένο)
- freshly squeezed
- φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκαλιού ― freskostymménos chymós portokalioú ― freshly-squeezed orange juice
Declension
editDeclension of φρεσκοστυμμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φρεσκοστυμμένος • | φρεσκοστυμμένη • | φρεσκοστυμμένο • | φρεσκοστυμμένοι • | φρεσκοστυμμένες • | φρεσκοστυμμένα • |
genitive | φρεσκοστυμμένου • | φρεσκοστυμμένης • | φρεσκοστυμμένου • | φρεσκοστυμμένων • | φρεσκοστυμμένων • | φρεσκοστυμμένων • |
accusative | φρεσκοστυμμένο • | φρεσκοστυμμένη • | φρεσκοστυμμένο • | φρεσκοστυμμένους • | φρεσκοστυμμένες • | φρεσκοστυμμένα • |
vocative | φρεσκοστυμμένε • | φρεσκοστυμμένη • | φρεσκοστυμμένο • | φρεσκοστυμμένοι • | φρεσκοστυμμένες • | φρεσκοστυμμένα • |