ψευδωνυμοποίηση
Greek
editNoun
editψευδωνυμοποίηση • (psevdonymopoíisi) f (usually uncountable, plural ψευδωνυμοποιήσεις)
Declension
editDeclension of ψευδωνυμοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ψευδωνυμοποίηση • | ψευδωνυμοποιήσεις • | |
genitive | ψευδωνυμοποίησης • | ψευδωνυμοποιήσεων • | |
accusative | ψευδωνυμοποίηση • | ψευδωνυμοποιήσεις • | |
vocative | ψευδωνυμοποίηση • | ψευδωνυμοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ψευδωνυμοποιήσεως • |