|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διαγουμίζω
|
διαγουμίσω
|
διαγουμίζομαι
|
διαγουμιστώ
|
2 sg
|
διαγουμίζεις
|
διαγουμίσεις
|
διαγουμίζεσαι
|
διαγουμιστείς
|
3 sg
|
διαγουμίζει
|
διαγουμίσει
|
διαγουμίζεται
|
διαγουμιστεί
|
|
1 pl
|
διαγουμίζουμε, [‑ομε]
|
διαγουμίσουμε, [‑ομε]
|
διαγουμιζόμαστε
|
διαγουμιστούμε
|
2 pl
|
διαγουμίζετε
|
διαγουμίσετε
|
διαγουμίζεστε, διαγουμιζόσαστε
|
διαγουμιστείτε
|
3 pl
|
διαγουμίζουν(ε)
|
διαγουμίσουν(ε)
|
διαγουμίζονται
|
διαγουμιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διαγούμιζα
|
διαγούμισα
|
διαγουμιζόμουν(α)
|
διαγουμίστηκα
|
2 sg
|
διαγούμιζες
|
διαγούμισες
|
διαγουμιζόσουν(α)
|
διαγουμίστηκες
|
3 sg
|
διαγούμιζε
|
διαγούμισε
|
διαγουμιζόταν(ε)
|
διαγουμίστηκε
|
|
1 pl
|
διαγουμίζαμε
|
διαγουμίσαμε
|
διαγουμιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
διαγουμιστήκαμε
|
2 pl
|
διαγουμίζατε
|
διαγουμίσατε
|
διαγουμιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
διαγουμιστήκατε
|
3 pl
|
διαγούμιζαν, διαγουμίζαν(ε)
|
διαγούμισαν, διαγουμίσαν(ε)
|
διαγουμίζονταν, (διαγουμιζόντουσαν)
|
διαγουμίστηκαν, διαγουμιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διαγουμίζω ➤
|
θα διαγουμίσω ➤
|
θα διαγουμίζομαι ➤
|
θα διαγουμιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διαγουμίζεις, …
|
θα διαγουμίσεις, …
|
θα διαγουμίζεσαι, …
|
θα διαγουμιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διαγουμίσει έχω, έχεις, … διαγουμισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διαγουμιστεί είμαι, είσαι, … διαγουμισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διαγουμίσει είχα, είχες, … διαγουμισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διαγουμιστεί ήμουν, ήσουν, … διαγουμισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διαγουμίσει θα έχω, θα έχεις, … διαγουμισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διαγουμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαγουμισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διαγούμιζε
|
διαγούμισε
|
—
|
διαγουμίσου
|
2 pl
|
διαγουμίζετε
|
διαγουμίστε
|
διαγουμίζεστε
|
διαγουμιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διαγουμίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διαγουμίσει ➤
|
διαγουμισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διαγουμίσει
|
διαγουμιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|