|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ικανοποιώ
|
ικανοποιήσω
|
ικανοποιούμαι
|
ικανοποιηθώ
|
2 sg
|
ικανοποιείς
|
ικανοποιήσεις
|
ικανοποιείσαι
|
ικανοποιηθείς
|
3 sg
|
ικανοποιεί
|
ικανοποιήσει
|
ικανοποιείται
|
ικανοποιηθεί
|
|
1 pl
|
ικανοποιούμε
|
ικανοποιήσουμε, [-ομε]
|
ικανοποιούμαστε, ικανοποιόμαστε
|
ικανοποιηθούμε
|
2 pl
|
ικανοποιείτε
|
ικανοποιήσετε
|
ικανοποιείστε, (ικανοποιόσαστε)
|
ικανοποιηθείτε
|
3 pl
|
ικανοποιούν(ε)
|
ικανοποιήσουν(ε)
|
ικανοποιούνται
|
ικανοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ικανοποιούσα
|
ικανοποίησα
|
ικανοποιούμουν(α), ικανοποιόμουν(α)
|
ικανοποιήθηκα
|
2 sg
|
ικανοποιούσες
|
ικανοποίησες
|
[ικανοποιούσουν(α)], ικανοποιόσουν(α)
|
ικανοποιήθηκες
|
3 sg
|
ικανοποιούσε
|
ικανοποίησε
|
ικανοποιούνταν, ικανοποιόταν(ε), {ικανοποιείτο}
|
ικανοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
ικανοποιούσαμε
|
ικανοποιήσαμε
|
ικανοποιούμασταν, (‑ούμαστε), ικανοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
ικανοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
ικανοποιούσατε
|
ικανοποιήσατε
|
[ικανοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], ικανοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
ικανοποιηθήκατε
|
3 pl
|
ικανοποιούσαν(ε)
|
ικανοποίησαν, ικανοποιήσαν(ε)
|
ικανοποιούνταν, ικανοποιόνταν(ε), (ικανοποιόντουσαν), {ικανοποιούντο}
|
ικανοποιήθηκαν, ικανοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ικανοποιώ ➤
|
θα ικανοποιήσω ➤
|
θα ικανοποιούμαι ➤
|
θα ικανοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ικανοποιείς, …
|
θα ικανοποιήσεις, …
|
θα ικανοποιείσαι, …
|
θα ικανοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ικανοποιήσει έχω, έχεις, … ικανοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ικανοποιηθεί είμαι, είσαι, … ικανοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ικανοποιήσει είχα, είχες, … ικανοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ικανοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … ικανοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ικανοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ικανοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ικανοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ικανοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
ικανοποίησε
|
—
|
ικανοποιήσου
|
2 pl
|
ικανοποιείτε
|
ικανοποιήστε
|
ικανοποιείστε
|
ικανοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ικανοποιώντας ➤
|
ικανοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ικανοποιήσει ➤
|
ικανοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ικανοποιήσει
|
ικανοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|