Τρανσυλβανία
Greek
editProper noun
editΤρανσυλβανία • (Transylvanía) f
- Transylvania (a region of Romania)
Declension
editDeclension of Τρανσυλβανία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Τρανσυλβανία • | Τρανσυλβανίες • |
genitive | Τρανσυλβανίας • | Τρανσυλβανίων • |
accusative | Τρανσυλβανία • | Τρανσυλβανίες • |
vocative | Τρανσυλβανία • | Τρανσυλβανίες • |
Related terms
edit- τρανσυλβανικός (transylvanikós, “Transylvian”, adjective)
- Τρανσυλβανή f (Transylvaní, “Transylvian”)
- Τρανσυλβανός m (Transylvanós, “Transylvian”)
Further reading
edit- Τρανσυλβανία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el