άγριος
See also: ἄγριος
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἄγριος (ágrios).
Adjective
editάγριος • (ágrios) m (feminine άγρια, neuter άγριο)
- (of animals) undomesticated, untamed, feral, wild
- (of plants) wild, uncultivated
- (of persons) uncouth, unsociable, uncivilised (UK), uncivilized (US)
Declension
editDeclension of άγριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άγριος • | άγρια • | άγριο • | άγριοι • | άγριες • | άγρια • |
genitive | άγριου • | άγριας • | άγριου • | άγριων • | άγριων • | άγριων • |
accusative | άγριο • | άγρια • | άγριο • | άγριους • | άγριες • | άγρια • |
vocative | άγριε • | άγρια • | άγριο • | άγριοι • | άγριες • | άγρια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγριος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγριος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγριότερος • | αγριότερη • | αγριότερο • | αγριότεροι • | αγριότερες • | αγριότερα • |
genitive | αγριότερου • | αγριότερης • | αγριότερου • | αγριότερων • | αγριότερων • | αγριότερων • |
accusative | αγριότερο • | αγριότερη • | αγριότερο • | αγριότερους • | αγριότερες • | αγριότερα • |
vocative | αγριότερε • | αγριότερη • | αγριότερο • | αγριότεροι • | αγριότερες • | αγριότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγριότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγριότατος • | αγριότατη • | αγριότατο • | αγριότατοι • | αγριότατες • | αγριότατα • |
genitive | αγριότατου • | αγριότατης • | αγριότατου • | αγριότατων • | αγριότατων • | αγριότατων • |
accusative | αγριότατο • | αγριότατη • | αγριότατο • | αγριότατους • | αγριότατες • | αγριότατα • |
vocative | αγριότατε • | αγριότατη • | αγριότατο • | αγριότατοι • | αγριότατες • | αγριότατα • |
Related terms
edit- άγρια (ágria, “wildly”)
- αγριάδα f (agriáda, “wildness”)
- αγριάνθρωπος m (agriánthropos, “wild man”)
- αγριελιά f (agrieliá, “wild olive tree”)
- αγρίεμα m (agríema, “wildness, ferocity, bullying”)
- αγριεύω (agriévo, “to infuriate, to bully, to become wild”)
- αγριεύομαι (agriévomai, “to be frightened”)
- αγρίμι n (agrími, “wild animal”)
- αγριότητα f (agriótita, “ferocity”)
- αγρίως (agríos, “wildly, savagely”)
See also
edit- ζωώδης (zoódis, “animal like”)
- κτηνώδης (ktinódis, “animal like”)
- θηλαστικός (thilastikós, “mammalian”)
- θηριώδης (thiriódis, “violent, cruel”)