άοπλος
Greek
editAdjective
editάοπλος • (áoplos) m (feminine άοπλη, neuter άοπλο)
Declension
editDeclension of άοπλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άοπλος • | άοπλη • | άοπλο • | άοπλοι • | άοπλες • | άοπλα • |
genitive | άοπλου • | άοπλης • | άοπλου • | άοπλων • | άοπλων • | άοπλων • |
accusative | άοπλο • | άοπλη • | άοπλο • | άοπλους • | άοπλες • | άοπλα • |
vocative | άοπλε • | άοπλη • | άοπλο • | άοπλοι • | άοπλες • | άοπλα • |