άπαυστος
Greek
editAdjective
editάπαυστος • (ápafstos) m (feminine άπαυστη, neuter άπαυστο)
Declension
editDeclension of άπαυστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπαυστος • | άπαυστη • | άπαυστο • | άπαυστοι • | άπαυστες • | άπαυστα • |
genitive | άπαυστου • | άπαυστης • | άπαυστου • | άπαυστων • | άπαυστων • | άπαυστων • |
accusative | άπαυστο • | άπαυστη • | άπαυστο • | άπαυστους • | άπαυστες • | άπαυστα • |
vocative | άπαυστε • | άπαυστη • | άπαυστο • | άπαυστοι • | άπαυστες • | άπαυστα • |
Related terms
edit- see: παύω (pávo, “I stop, I cease”)