αβιταμίνωση
Greek
editNoun
editαβιταμίνωση • (avitamínosi) f (plural αβιταμινώσεις)
Declension
editDeclension of αβιταμίνωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αβιταμίνωση • | αβιταμινώσεις • | |
genitive | αβιταμίνωσης • | αβιταμινώσεων • | |
accusative | αβιταμίνωση • | αβιταμινώσεις • | |
vocative | αβιταμίνωση • | αβιταμινώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αβιταμινώσεως • |