αγαθοεργία
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἀγαθοεργία (agathoergía).
Pronunciation
editNoun
editαγαθοεργία • (agathoergía) f (plural αγαθοεργίες)
Declension
editDeclension of αγαθοεργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγαθοεργία • | αγαθοεργίες • |
genitive | αγαθοεργίας • | αγαθοεργιών • |
accusative | αγαθοεργία • | αγαθοεργίες • |
vocative | αγαθοεργία • | αγαθοεργίες • |
Synonyms
edit- καλοσύνη f (kalosýni)
Related terms
edit- αγαθοεγός (agathoegós, “charitable”)
- see: αγαθός (agathós, “good, kind”, adj)