αγγελοκρουσμένος
Greek
editPronunciation
editParticiple
editαγγελοκρουσμένος • (angelokrousménos) m (feminine αγγελοκρουσμένη, neuter αγγελοκρουσμένο)
- perfect passive participle of αγγελοκρούω (angelokroúo)
Declension
editDeclension of αγγελοκρουσμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγελοκρουσμένος • | αγγελοκρουσμένη • | αγγελοκρουσμένο • | αγγελοκρουσμένοι • | αγγελοκρουσμένες • | αγγελοκρουσμένα • |
genitive | αγγελοκρουσμένου • | αγγελοκρουσμένης • | αγγελοκρουσμένου • | αγγελοκρουσμένων • | αγγελοκρουσμένων • | αγγελοκρουσμένων • |
accusative | αγγελοκρουσμένο • | αγγελοκρουσμένη • | αγγελοκρουσμένο • | αγγελοκρουσμένους • | αγγελοκρουσμένες • | αγγελοκρουσμένα • |
vocative | αγγελοκρουσμένε • | αγγελοκρουσμένη • | αγγελοκρουσμένο • | αγγελοκρουσμένοι • | αγγελοκρουσμένες • | αγγελοκρουσμένα • |