αγκιστρωμένος
Greek
editEtymology
editPerfect participle of αγκιστρώνομαι (agkistrónomai), passive voice of αγκιστρώνω (“I hook”).
Pronunciation
editParticiple
editαγκιστρωμένος • (agkistroménos) m (feminine αγκιστρωμένη, neuter αγκιστρωμένο)
Declension
editDeclension of αγκιστρωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγκριστρωμένος • | αγκριστρωμένη • | αγκριστρωμένο • | αγκριστρωμένοι • | αγκριστρωμένες • | αγκριστρωμένα • |
genitive | αγκριστρωμένου • | αγκριστρωμένης • | αγκριστρωμένου • | αγκριστρωμένων • | αγκριστρωμένων • | αγκριστρωμένων • |
accusative | αγκριστρωμένο • | αγκριστρωμένη • | αγκριστρωμένο • | αγκριστρωμένους • | αγκριστρωμένες • | αγκριστρωμένα • |
vocative | αγκριστρωμένε • | αγκριστρωμένη • | αγκριστρωμένο • | αγκριστρωμένοι • | αγκριστρωμένες • | αγκριστρωμένα • |