αδικοπραξία
Greek
editNoun
editαδικοπραξία • (adikopraxía) f (plural αδικοπραξίες)
- (law) tort, malfeasance
Declension
editDeclension of αδικοπραξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδικοπραξία • | αδικοπραξίες • |
genitive | αδικοπραξίας • | αδικοπραξιών • |
accusative | αδικοπραξία • | αδικοπραξίες • |
vocative | αδικοπραξία • | αδικοπραξίες • |
Synonyms
edit- αδικοπραγία f (adikopragía)
Related terms
edit- see: αδικώ (adikó, “to wrong”)