αδούλωτος
Greek
editAdjective
editαδούλωτος • (adoúlotos) m (feminine αδούλωτη, neuter αδούλωτο)
- indomitable, unconquered, free, unenslaved
- Synonym: ασκλάβωτος (asklávotos)
- η αδούλωτη Μάνη ― i adoúloti Máni ― the unconquered Mani
Declension
editDeclension of αδούλωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδούλωτος • | αδούλωτη • | αδούλωτο • | αδούλωτοι • | αδούλωτες • | αδούλωτα • |
genitive | αδούλωτου • | αδούλωτης • | αδούλωτου • | αδούλωτων • | αδούλωτων • | αδούλωτων • |
accusative | αδούλωτο • | αδούλωτη • | αδούλωτο • | αδούλωτους • | αδούλωτες • | αδούλωτα • |
vocative | αδούλωτε • | αδούλωτη • | αδούλωτο • | αδούλωτοι • | αδούλωτες • | αδούλωτα • |
Synonyms
edit- αδάμαστος (adámastos)
- αδυνάστευτος (adynásteftos)
Related terms
edit- see: δουλειά f (douleiá, “work”)