αδρανοποιημένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of αδρανοποιούμαι (adranopoioúmai), passive voice of αδρανοποιώ (“inactivate”).
Pronunciation edit
Participle edit
αδρανοποιημένος • (adranopoiiménos) m (feminine αδρανοποιημένη, neuter αδρανοποιημένο)
Declension edit
Declension of αδρανοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδρανοποιημένος • | αδρανοποιημένη • | αδρανοποιημένο • | αδρανοποιημένοι • | αδρανοποιημένες • | αδρανοποιημένα • |
genitive | αδρανοποιημένου • | αδρανοποιημένης • | αδρανοποιημένου • | αδρανοποιημένων • | αδρανοποιημένων • | αδρανοποιημένων • |
accusative | αδρανοποιημένο • | αδρανοποιημένη • | αδρανοποιημένο • | αδρανοποιημένους • | αδρανοποιημένες • | αδρανοποιημένα • |
vocative | αδρανοποιημένε • | αδρανοποιημένη • | αδρανοποιημένο • | αδρανοποιημένοι • | αδρανοποιημένες • | αδρανοποιημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδρανοποιημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδρανοποιημένος, etc.) |
Related terms edit
- see: αδράνεια f (adráneia, “inertia”)