|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αδροπληρώνω
|
αδροπληρώσω
|
αδροπληρώνομαι
|
αδροπληρωθώ
|
2 sg
|
αδροπληρώνεις
|
αδροπληρώσεις
|
αδροπληρώνεσαι
|
αδροπληρωθείς
|
3 sg
|
αδροπληρώνει
|
αδροπληρώσει
|
αδροπληρώνεται
|
αδροπληρωθεί
|
|
1 pl
|
αδροπληρώνουμε, [‑ομε]
|
αδροπληρώσουμε, [‑ομε]
|
αδροπληρωνόμαστε
|
αδροπληρωθούμε
|
2 pl
|
αδροπληρώνετε
|
αδροπληρώσετε
|
αδροπληρώνεστε, αδροπληρωνόσαστε
|
αδροπληρωθείτε
|
3 pl
|
αδροπληρώνουν(ε)
|
αδροπληρώσουν(ε)
|
αδροπληρώνονται
|
αδροπληρωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αδροπλήρωνα
|
αδροπλήρωσα
|
αδροπληρωνόμουν(α)
|
αδροπληρώθηκα
|
2 sg
|
αδροπλήρωνες
|
αδροπλήρωσες
|
αδροπληρωνόσουν(α)
|
αδροπληρώθηκες
|
3 sg
|
αδροπλήρωνε
|
αδροπλήρωσε
|
αδροπληρωνόταν(ε)
|
αδροπληρώθηκε
|
|
1 pl
|
αδροπληρώναμε
|
αδροπληρώσαμε
|
αδροπληρωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
αδροπληρωθήκαμε
|
2 pl
|
αδροπληρώνατε
|
αδροπληρώσατε
|
αδροπληρωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
αδροπληρωθήκατε
|
3 pl
|
αδροπλήρωναν, αδροπληρώναν(ε)
|
αδροπλήρωσαν, αδροπληρώσαν(ε)
|
αδροπληρώνονταν, (αδροπληρωνόντουσαν)
|
αδροπληρώθηκαν, αδροπληρωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αδροπληρώνω ➤
|
θα αδροπληρώσω ➤
|
θα αδροπληρώνομαι ➤
|
θα αδροπληρωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αδροπληρώνεις, …
|
θα αδροπληρώσεις, …
|
θα αδροπληρώνεσαι, …
|
θα αδροπληρωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αδροπληρώσει έχω, έχεις, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αδροπληρωθεί είμαι, είσαι, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αδροπληρώσει είχα, είχες, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αδροπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αδροπλήρωνε
|
αδροπλήρωσε
|
—
|
αδροπληρώσου
|
2 pl
|
αδροπληρώνετε
|
αδροπληρώστε
|
αδροπληρώνεστε
|
αδροπληρωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αδροπληρώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αδροπληρώσει ➤
|
αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αδροπληρώσει
|
αδροπληρωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|