αιχμάλωτος
See also: αἰχμάλωτος
Greek
editPronunciation
editAdjective
editαιχμάλωτος • (aichmálotos) m (feminine αιχμάλωτη, neuter αιχμάλωτο)
Declension
editDeclension of αιχμάλωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιχμάλωτος • | αιχμάλωτη • | αιχμάλωτο • | αιχμάλωτοι • | αιχμάλωτες • | αιχμάλωτα • |
genitive | αιχμάλωτου • | αιχμάλωτης • | αιχμάλωτου • | αιχμάλωτων • | αιχμάλωτων • | αιχμάλωτων • |
accusative | αιχμάλωτο • | αιχμάλωτη • | αιχμάλωτο • | αιχμάλωτους • | αιχμάλωτες • | αιχμάλωτα • |
vocative | αιχμάλωτε • | αιχμάλωτη • | αιχμάλωτο • | αιχμάλωτοι • | αιχμάλωτες • | αιχμάλωτα • |
Related terms
edit- see: αιχμαλωτίζω (aichmalotízo, “to capture”)