ακάθεκτος
Greek
editAdjective
editακάθεκτος • (akáthektos) m (feminine ακάθεκτη, neuter ακάθεκτο)
Declension
editDeclension of ακάθεκτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακάθεκτος • | ακάθεκτη • | ακάθεκτο • | ακάθεκτοι • | ακάθεκτες • | ακάθεκτα • |
genitive | ακάθεκτου • | ακάθεκτης • | ακάθεκτου • | ακάθεκτων • | ακάθεκτων • | ακάθεκτων • |
accusative | ακάθεκτο • | ακάθεκτη • | ακάθεκτο • | ακάθεκτους • | ακάθεκτες • | ακάθεκτα • |
vocative | ακάθεκτε • | ακάθεκτη • | ακάθεκτο • | ακάθεκτοι • | ακάθεκτες • | ακάθεκτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακάθεκτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακάθεκτος, etc.) |