αλαφιασμένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of αλαφιάζομαι (alafiázomai), passive voice of αλαφιάζω (“to strartle”).
Pronunciation edit
Participle edit
αλαφιασμένος • (alafiasménos) m (feminine αλαφιασμένη, neuter αλαφιασμένο)
- panicky, alarmed
- Έτρεχα αλαφιασμένη από την τρομάρα.
- Étrecha alafiasméni apó tin tromára.
- I was running, panicky and terrified.
Declension edit
Declension of αλαφιασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαφιασμένος • | αλαφιασμένη • | αλαφιασμένο • | αλαφιασμένοι • | αλαφιασμένες • | αλαφιασμένα • |
genitive | αλαφιασμένου • | αλαφιασμένης • | αλαφιασμένου • | αλαφιασμένων • | αλαφιασμένων • | αλαφιασμένων • |
accusative | αλαφιασμένο • | αλαφιασμένη • | αλαφιασμένο • | αλαφιασμένους • | αλαφιασμένες • | αλαφιασμένα • |
vocative | αλαφιασμένε • | αλαφιασμένη • | αλαφιασμένο • | αλαφιασμένοι • | αλαφιασμένες • | αλαφιασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλαφιασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλαφιασμένος, etc.) |
Derived terms edit
- αλαφιασμένα (alafiasména, adverb)