αληθοφάνεια
Greek
editNoun
editαληθοφάνεια • (alithofáneia) f (uncountable)
Declension
edit αληθοφάνεια
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αληθοφάνεια • |
genitive | αληθοφάνειας • |
accusative | αληθοφάνεια • |
vocative | αληθοφάνεια • |
Related terms
edit- see: αλήθεια f (alítheia, “truth”)