αλληλοπαθής
Greek
editAdjective
editαλληλοπαθής • (allilopathís) m (feminine αλληλοπαθής, neuter αλληλοπαθές)
Declension
editDeclension of αλληλοπαθής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλληλοπαθής • | αλληλοπαθής • | αλληλοπαθές • | αλληλοπαθείς • | αλληλοπαθείς • | αλληλοπαθή • |
genitive | αλληλοπαθούς • / αλληλοπαθή • | αλληλοπαθούς • | αλληλοπαθούς • | αλληλοπαθών • | αλληλοπαθών • | αλληλοπαθών • |
accusative | αλληλοπαθή • | αλληλοπαθή • | αλληλοπαθές • | αλληλοπαθείς • | αλληλοπαθείς • | αλληλοπαθή • |
vocative | αλληλοπαθή • / αλληλοπαθής • | αλληλοπαθής • | αλληλοπαθές • | αλληλοπαθείς • | αλληλοπαθείς • | αλληλοπαθή • |
Coordinate terms
edit- αυτοπαθής (aftopathís, “reflexive”)
Related terms
edit- αλληλοπάθεια f (allilopátheia, “reciprocity”)